μεγαλοπρεπείᾳ — μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπεια — magnificence fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπεια — η γνώρισμα του μεγαλόπρεπου ανθρώπου, η εντυπωσιακή και επιβλητική εμφάνιση: Το μυστήριο τελέστηκε με μεγαλοπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοπρεπείας — μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc pl μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem gen sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc pl (ionic) μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείαι — μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείαν — μεγαλοπρεπείᾱν , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείῃ — μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (epic ionic) μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπειαι — μεγαλοπρέπεια magnificence fem nom/voc pl μεγαλοπρέπεια magnificence fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείην — μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπειαν — μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)